- βούρλο
- τό1) бот. рогоз; 2) ветка рогоза; 3) см. βουρλιά 1;
§ του κόπηκε το βούρλο — он отдал концы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ του κόπηκε το βούρλο — он отдал концы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
βούρλο — το φυτό που ευδοκιμεί σε βάλτους: Έπλεκε καλάθια από βούρλα στην όχθη της λίμνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
βουρλίδι — το [βούρλο] 1. βούρλο 2. καλάθι από βούρλο … Dictionary of Greek
βουρλιά — η [βούρλο] 1. το βούρλο 2. συστάδα, τούφα από βούρλα 3. σκοινί κατασκευασμένο από βούρλα 4. αρμαθιά … Dictionary of Greek
βούρλινος — και βρούλινος, η, ο [βούρλο, βρούλο] κατασκευασμένος από βούρλο … Dictionary of Greek
αβούρλιαστος — η, ο [βουρλιάζω] αυτός που δεν βουρλιάστηκε, δεν περάστηκε δηλ. σε βούρλο ή σπάγγο, ώστε να σχηματιστεί ορμαθός, δέσμη … Dictionary of Greek
βαθύσχοινος — βαθύσχοινος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση στις όχθες («βαθύσχοινος Ασωπός») 2. πυκνός («βαθύσχοινος χλόη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σχοίνος (ο και η) «βοῦρλο»] … Dictionary of Greek
βουρλιάζω — και μπουρλιάζω [βούρλο] 1. περνώ σύκα, φύλλα καπνού, ψάρια κ.λπ. σε φύλλο βούρλου ή σπάγγο 2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας … Dictionary of Greek
βρούλον — το βλ. βούρλο … Dictionary of Greek
θρυοκάλαμος — θρυοκάλαμος, ὁ (Α) το βούρλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + κάλαμος] … Dictionary of Greek